παραταγή

παραταγή
ἡ, ΜΑ [παρατάσσω]
μσν.
παράταξη, γραμμή μάχης («παραταγὰς καὶ συνασπισμοὺς τῶν πολεμίων», Δούκ.)
αρχ.
διαταγή για πληρωμή, εντολή πληρωμής, επιταγή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραταγῆς — παραταγή order for payment fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραταγήν — παραταγή order for payment fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραταγάς — παραταγά̱ς , παραταγή order for payment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”